- καβαλικευτά
- [каваликефта] επ.ρ. верхом
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αμφιπλίξ — ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α) 1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη 2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»] … Dictionary of Greek
αναβαδόν — ἀναβαδὸν επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] σκαρφαλωτά, καβάλα, καβαλικευτά … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
ιππηδόν — ἱππηδόν (Α) [ίππος] επίρρ. 1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.) 2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί*, καβάλα, καβαλικευτά … Dictionary of Greek
ιππιστί — ἱππιστί (Α) [ίππος] επίρρ. πάπ. ιππαστί,* ιππηδόν*, καβάλα, καβαλικευτά, σαν ιππέας … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καβαλητά — επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καβαλητός < καβαλώ] … Dictionary of Greek
καβαλικευτός — ή, ό [καβαλικεύω] (για άλογο ή άλλο ζώο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύσει ή έχει ιππεύσει, αυτός που δεν είναι χωρίς αναβάτη. επίρρ... καβαλικευτά καβαλητά, ιππαστί … Dictionary of Greek
καβάλα — επίρρ., καβαλητά, καβαλικευτά: Καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε (δημ. τραγ.). η (λ. λατ.) 1. ιππασία: Έπειτα από πολλές προσπάθειες έμαθα καβάλα. 2.το ιππικό, οι καβαλάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβαλητά — και καβαλικευτά επίρρ. τροπ., καβάλα, ιππαστί: Μην κάθεσαι καβαλητά πάνω στην καρέκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)